μελογραφια

μελογραφια
    μελογραφία
    μελο-γρᾰφία
    ἥ сочинение песен Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μελογραφια" в других словарях:

  • μελογραφία — η (ΑM μελογραφία, ποιητ. τ. μελογραφίη) [μελουράφος] σύνθεση μελωδιών, μελοποιία αρχ. η γραφή με μουσικά σύμβολα …   Dictionary of Greek

  • μελογραφίην — μελογραφία song writing fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»